φλεβόλιθος

φλεβόλιθος
ο, Ν
ιατρ. μικρός αποτιτανωμένος φλεβικός θρόμβος, στρογγυλού συνήθως σχήματος, τυχαίο ακτινολογικό εύρημα χωρίς παθολογική σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebolith (< φλέβα + λίθος). Η λ., στον πληθ. φλεβόλιθοι, μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”